παραγιός

παραγιός
ο
-ιού, πληθ. -ιοί, μαθητευόμενος νέος, βοηθός τεχνίτη, υπηρέτης, υπάλληλος σε αγρόκτημα, θετός γιος, αλλ. ψυχοπαίδι: Ήμουνα μοναχοπαίδι, ήμουνα μοναχογιός κι έχω γίνει ψυχοπαίδι κι έχω γίνει παραγιός (λαϊκό τραγ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παραγιός — ο θετός γιος, ψυχοπαίδι 2. νεαρός μαθητευόμενος ή βοηθός τεχνίτη 3. νεαρός υπηρέτης …   Dictionary of Greek

  • Nikos Stavridis — Νίκος Σταυρίδης Born 1910 Samos, Principality of Samos (now Greece) Died December 4, 1987 …   Wikipedia

  • αγιουτάντες — ο 1. βοηθός, υπασπιστής 2. μαθητευόμενος τεχνίτης, παραγιός 3. σχοινί πλοίου, με το οποίο ανασύρεται η κεραία τού ιστίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. aiutante (= βοηθός)] …   Dictionary of Greek

  • κοπέλι — το (Μ κοπέλλι) 1. αρσενικό παιδί, αγόρι, τέκνο 2. νεαρός, νέος άνδρας 3. νεαρός υπηρέτης, ακόλουθος 4. βρέφος 5. μαθητευόμενος τεχνίτης ή εργάτης, τσιράκι, παραγιός 6. νόθο παιδί νεοελλ. παροιμ. α) «λέγε, λέγε το κοπέλι, κάνει τη γριά και θέλει»… …   Dictionary of Greek

  • μαστορόπουλο — το 1. νεαρό άτομο που μαθαίνει μια τέχνη κοντά σε έναν μάστορα, βοηθός, παραγιός, μαθητευόμενος 2. (ιδίως για τους γύφτους) ο γιος τού μάστορα, τού σκηνίτη σιδηρουργού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάστορας + υποκορ. κατάλ. πουλο* (πρβλ. κοτό πουλο)] …   Dictionary of Greek

  • μελλάκιον — μελλάκιον, τὸ (Α) [μέλλαξ] 1. νεαρός, παλικάρι 2. παραγιός …   Dictionary of Greek

  • παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… …   Dictionary of Greek

  • παραμυλωνάς — ο βοηθός παραγιός, μυλωνά …   Dictionary of Greek

  • παραπαίδι — το 1. θετό παιδί 2. παραγιός ή παρακόρη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”