παραγιός — ο θετός γιος, ψυχοπαίδι 2. νεαρός μαθητευόμενος ή βοηθός τεχνίτη 3. νεαρός υπηρέτης … Dictionary of Greek
Nikos Stavridis — Νίκος Σταυρίδης Born 1910 Samos, Principality of Samos (now Greece) Died December 4, 1987 … Wikipedia
αγιουτάντες — ο 1. βοηθός, υπασπιστής 2. μαθητευόμενος τεχνίτης, παραγιός 3. σχοινί πλοίου, με το οποίο ανασύρεται η κεραία τού ιστίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. aiutante (= βοηθός)] … Dictionary of Greek
κοπέλι — το (Μ κοπέλλι) 1. αρσενικό παιδί, αγόρι, τέκνο 2. νεαρός, νέος άνδρας 3. νεαρός υπηρέτης, ακόλουθος 4. βρέφος 5. μαθητευόμενος τεχνίτης ή εργάτης, τσιράκι, παραγιός 6. νόθο παιδί νεοελλ. παροιμ. α) «λέγε, λέγε το κοπέλι, κάνει τη γριά και θέλει»… … Dictionary of Greek
μαστορόπουλο — το 1. νεαρό άτομο που μαθαίνει μια τέχνη κοντά σε έναν μάστορα, βοηθός, παραγιός, μαθητευόμενος 2. (ιδίως για τους γύφτους) ο γιος τού μάστορα, τού σκηνίτη σιδηρουργού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάστορας + υποκορ. κατάλ. πουλο* (πρβλ. κοτό πουλο)] … Dictionary of Greek
μελλάκιον — μελλάκιον, τὸ (Α) [μέλλαξ] 1. νεαρός, παλικάρι 2. παραγιός … Dictionary of Greek
παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… … Dictionary of Greek
παραμυλωνάς — ο βοηθός παραγιός, μυλωνά … Dictionary of Greek
παραπαίδι — το 1. θετό παιδί 2. παραγιός ή παρακόρη … Dictionary of Greek